- λαπαδιάζω
- (λ. τουρκ.), λαπάδιασα, λαπαδιασμένος, γίνομαι λαπάς: Λαπαδιασμένο πιλάφι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαπαδιάζω — 1. βράζω το φαγητό, και ειδικά το ρύζι, τόσο ώστε να χυλώσει, κάνω το φαγητό λαπά 2. (αμτβ.) γίνομαι λαπάς («το φαγητό λαπάδιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαπαδ (λαπάδες) τού λαπάς + κατάλ. ιάζω (πρβλ. παράς [παράδες]: ξεπαραδ ιάζω)] … Dictionary of Greek
λαπάδιασμα — το [λαπαδιάζω] το αποτέλεσμα τού λαπαδιάζω, χύλωμα … Dictionary of Greek